Ιστορική αναδρομή

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και κάτω από την πίεση της εισαγωγής νέων (τότε) επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων στην παραγωγική διαδικασία, αλλά και των απαρχών ενός διεθνούς ανταγωνισμού, έγινε έντονη και στην Ελλάδα η ανάγκη μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση. Ηδη, υπήρχαν διάφορες σποραδικές προσπάθειες βελτίωσης, τουλάχιστον ποσοτικά, του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και χαρακτηριστικό είναι ότι το 1956 άρχισε τη λειτουργία της η Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Για να αντιμετωπισθεί συστηματικά, όμως, το όλο πρόβλημα της εκπαίδευσης, συγκροτήθηκε, το 1957, από την τότε κυβέρνηση Κ.Καραμανλή, Επιτροπή Παιδείας, σκοπός της οποίας ήταν να μελετήσει όλο το εκπαιδευτικό πρόβλημα της χώρας και να υποβάλει σχετικές απόψεις - προτάσεις. Η παραπάνω Επιτροπή, μετά από μελέτη, διετύπωσε τις απόψεις και προτάσεις της για μια ευρύτερη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που κατά τη γνώμη της αποτελούσε επείγουσα ανάγκη για τη χώρα. Η Επιτροπή ανέφερε, ότι η ελληνική οικονομία, η οποία βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, χρειαζόταν συνεχώς και σε μεγαλύτερη κλίμακα τεχνικούς όλων των βαθμίδων.


Οι θέσεις που ανέπτυξε η Επιτροπή Παιδείας του 1957, άνοιξαν νέες προοπτικές για την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση στην Ελλάδα, περιλαμβανομένης και αυτής που σήμερα ονομάζουμε τεχνολογική εκπαίδευση.
Ειδικότερα, την εποχή εκείνη λειτουργούσαν οι ιδρυμένες, πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Μέσες Σχολές Υπομηχανικών, οι οποίες μεταπολεμικά λειτούργησαν κυρίως στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Οι σχολές αυτές καταργήθηκαν με το νομοθετικό διάταγμα (Ν.Δ.) 3422/1955.


Με την υπ’αριθ. 1035/20.12.58 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ 2/Α’/ 3.1.1959) «Περί εγκρίσεως ιδρύσεως εις Αθήνας και Θεσσαλονίκη Τεχνικών Σχολών προσαρτημένων εις το Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον» ιδρύθηκαν τεχνικές σχολές, οι οποίες με το Ν.Δ. 3971/4.9.1959 (ΦΕΚ 187/Α’/7.9.59) ορίσθηκαν ως τετραετούς διάρκειας, χωρίς, και αυτό είναι χαρακτηριστικό, να αναφέρεται η κατάταξή τους σε κάποια από τις βαθμίδες εκπαίδευσης.


Οσον αφορά τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων των παραπάνω σχολών, πέραν του δικαιώματος συνέχισης των σπουδών (με εισιτήριες εξετάσεις) στις ανώτατες σχολές του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ), αλλά και στην ιδρυόμενη τότε Σχολή Εκπαιδευτικών Λειτουργών Επαγγελματικής Τεχνικής Εκπαίδευσης (ΣΕΛΕΤΕ), για να τύχουν την κατάλληλη επιμόρφωση και παιδαγωγική κατάρτιση και να αποκτήσουν προσόντα διορισμού στη μέση (δευτεροβάθμια) τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση, οι απόφοιτοι των σχολών αυτών μπορούσαν να καταλαμβάνουν θέσεις στις δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς ή επιχειρήσεις ή να ασκήσουν ελεύθερο επάγγελμα.


Οσον αφορά την άσκηση ελευθέρου επαγγέλματος, το σχετικό διάταγμα προέβλεπε επί λέξει «να εξασκώσι το ελεύθερον επάγγελμα της εν τω πτυχίω των αναγραφο- μένης ειδικότητος επί δημοσίων και ιδιωτικών κατασκευών ή εγκαταστάσεων, εν τη περιπτώσει δε ταύτη άνευ δικαιώματος αυτοδυνάμου υπογραφής, μελέτης ή αυτοδυνάμου ασκήσεως επιβλέψεως».


Πρέπει να σημειωθεί, ότι με το Ν.Δ. 3971/1959, που προαναφέρθηκε, είχε ήδη ιδρυθεί στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γενική Διεύθυνση Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, η οποία είχε επικεφαλής Γενικό Διευθυντή, που μπορούσε να είναι καθηγητής Ανωτάτης Σχολής ή μέλος του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου (ΑΕΣ), η ίδρυση της οποίας αποτελεί την πρώτη συγκροτημένη προσπάθεια συντονισμού της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων.


Αργότερα, το 1964, η τότε κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου κατήργησε με το Ν.Δ. 4379/64 τη νομοθεσία του 1959, που αφορούσε τη τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση, στα πλαίσια της προετοιμασίας της γνωστής για την εποχή εκείνη εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.


Ετσι, το Μάϊο 1965, η τότε κυβέρνηση (Πρωθυπουργός & Υπουργός Παιδείας ο Γ.Παπανδρέου) κατέθεσε στη Βουλή νομοσχέδιο, που θα αποτελούσε (εφόσον ψηφιζόταν) για την Ελλάδα τον πρώτο καταστατικό χάρτη για τη διάρθρωση και ανάπτυξη της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδα.


Το παραπάνω νομοσχέδιο προέβλεπε τη διάρθρωση της τεχνικής εκπαίδευσης σε τρεις βαθμίδες:

  • τη βασική των ειδικευμένων τεχνητών
  • τη μέση των τεχνητών εφαρμογής, και
  • την ανώτερη των υπομηχανικών
Το νομοσχέδιο αυτό αποτελεί την πρώτη συγκεκριμένη προσπάθεια να καθιερωθεί νομοθετικά η λεγόμενη ανώτερη βαθμίδα στην τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση και περιέγραφε, μεταξύ άλλων, το ρόλο του υπομηχανικού τονίζοντας τα επαγγελματικά του δικαιώματα.


Συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο ανέφερε ότι «ο υπομηχανικός ίσταται υψηλότερον εις την κλίμακα της ιεραρχίας από τον τεχνικό εφαρμογής της προηγούμενης μέσης βαθμίδας ΤΕΕ. Είναι ο άμεσος βοηθός του μηχανικού, μελετά και κατασκευάζει μικρά τεχνικά έργα, έχει ηυξημένας ευθύνας εις της εφαρμογήν των μελετών και αναλαμβάνει λεπτοτέρας και σοβαρωτέρας εργασίας απαιτούσας περισσοτέραν ενημέρωσιν εις τα τεχνικά προβλήματα και μεγαλυτέρας πρωτοβουλίας».


Στην εισηγητική έκθεση που συνόδευε το παραπάνω νομοσχέδιο διαφαίνεται έντονα η προσπάθεια καθησυχασμού των τυχόν ανησυχιών και αποτροπής τυχόν αντιδράσεων, από πλευράς των διπλωματούχων μηχανικών, για ενδεχόμενη απώλεια κεκτημένων δικαιωμάτων. Ετσι, η έκθεση αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η μεταξύ των υπομηχανικών και μηχανικών απόστασις θα εξακολουθήσει υφισταμένη εφ’όσον διάφορον θα είναι και το επίπεδον σπουδών και το έργον, δια το οποίον καθορίζεται έκαστη κατηγορία».
Στους υπομηχανικούς, στα πλαίσια πάντα του νομοσχεδίου, δινόταν ακόμα και η δυνατότητα να συνεχίσουν τις σπουδές τους, στο δεύτερο έτος σπουδών, αντιστοίχων προς την ειδικότητά τους σχολών του Πολυτεχνείου, μετά από κατατακτήριες εξετάσεις.


Παρόλο που το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, που προαναφέρθηκε, ρύθμιζε μεγάλο φάσμα προβλημάτων των σπουδαστών και αποφοίτων της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, περιλαμβανομένης ακόμη και της επαγγελματικής τους αποκατάστασης, τελικά δεν ψηφίσθηκε εξ αιτίας των γνωστών γεγονότων (Ιουλιανά - βασιλικό πραξικόπημα) του Ιουλίου 1965.
Χαρακτηριστικό πάντως είναι, ότι καθόλο το χρονικό διάστημα που καλύπτουν τα παραπάνω δρώμενα, δεν υπάρχουν συγκεκριμένες έρευνες ή μελέτες που θα τεκμηρίωναν επιστημονικά, από πλευράς αγοράς εργασίας, την καθιέρωση της αποκαλούμενης ανώτερης, τουλάχιστον, βαθμίδας της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης.


Η εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου, που προαναφέρθηκε, αντλούσε, όσον αφορά την αναγκαιότητα της ίδρυσης των ανωτέρων τεχνικών επαγγελματικών σχολών, επιχειρήματα, κυρίως, από παραδείγματα άλλων, περισσότερο ανεπτυγμένων από την Ελλάδα χωρών, οι οποίες από χρόνια είχαν καθιερώσει, στα πλαίσια της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, ανώτερη βαθμίδα και συγκεκριμένα, όπως η Γερμανία (Hoehere Technische Lehranstalten), η Αγγλία (Technical Colleges), η Γαλλία (Diplome des Etudes Superieures Techniques), η Ολλανδία και Δανία (Technikum Ingenieur), η Σοβιετική Ενωση (Technikum), οι ΗΠΑ (Technical Institutes).


^ Αρχή Σελίδας