Από τα ΚΑΤΕ στα ΚΑΤΕΕ

Οπως αναφέρθηκε προηγούμενα, η ανάγκη ανάπτυξης, στα πλαίσια της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, και σχολών που θα αποτελούσαν τη λεγόμενη ανωτέρα τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση, εκδηλώθηκε κατά τη δεκαετία του 1960.


Πρέπει να σημειωθεί, ακόμα, ότι ήδη από τη δεκαετία του 1950 είχαν αναπτυχθεί στο διεθνή χώρο και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, διάφορες οικονομικές θεωρίες όσον αφορά την εκπαίδευση και την οικονομική ανάπτυξη. Οι θεωρίες αυτές εμφανίσθηκαν και στην Ελλάδα και προωθήθηκαν από φορείς, όπως η Επιτροπη Παιδείας του 1957, που προαναφέρθηκε, αλλά και από διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΟΣΑ, ακόμα, και από εξέχοντες Ελληνες επιστήμονες και ιδιαίτερα από τον τότε Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Καθ. Ξ. Ζολώτα.


Παράλληλα, είναι γνωστό, ότι η ελληνική οικονομία αναπτύσσονταν τότε με υψηλούς ρυθμούς, και είναι χαρακτηριστικό ότι ο μέσος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ μεταξύ του 1948 - 1970, ήταν 7% ετήσια και περισσότερο συγκεκριμένα για την ίδια χρονική περίοδο, ο μέσος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στο δευτερογενή τομέα ήταν 10,05% ετήσια, και αντίστοιχα στον πρωτογενή 4,68% και στον τριτογενή 6,69%.


Το κλίμα ευφορίας που επικρατούσε την εποχή εκείνη σχετικά με την εκβιομηχάνιση της χώρας και την προοπτική της αύξησης της απασχόλησης και ιδιαίτερα της αύξησης της απασχόλησης εξειδικευμένων στελεχών, στα πλαίσια μίας ραγδαία αναπτυσσόμενης οικονομίας, οδήγησε στην ανάγκη της δημιουργίας στελεχών μεταδευτεροβάθμιας/τριτοβάθμιας μη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, που θα στελέχωναν τις νεοδημιουργούμενες θέσεις που απαιτούσαν υψηλές θεωρητικές γνώσεις και δεξιότητες.


Ετσι, με σχετική μάλιστα καθυστέρηση τεσσάρων τουλάχιστον ετών (1), για την κάλυψη των παραπάνω αναγκών, επιλέχθηκε η δημιουργία των Κέντρων Ανωτέρας Τεχνικής Εκπαίδευσης (ΚΑΤΕ), που υλοποιήθηκε με τον αναγκαστικό νόμο ΑΝ 652/1970.


Ο σκοπός των ΚΑΤΕ, όπως αυτός παρουσιάσθηκε, ήταν, δηλαδή, η εκπαίδευση τεχνικών στελεχών ανώτερου επιπέδου, τα οποία θα συνέβαλαν στην περαιτέρω προαγωγή της εθνικής οικονομίας.


Περισσότερο συγκεκριμένα και με μεγαλύτερη σαφήνεια προσδιορίζοντουσαν οι στόχοι της δημιουργίας των ΚΑΤΕ στη σύμβαση δανεισμού, που υπογράφηκε μεταξύ του Eλληνικού Δημοσίου και της Διεθνούς Τράπεζας, για τη χρηματοδότηση του λεγόμενου Πρώτου Εκπαιδευτικού Σχεδίου (ΠΕΣ) του Υπουργείου Παιδείας, που περιελάμβανε και τα πέντε πρώτα ΚΑΤΕ (Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Πάτρας, Λάρισας και Ηρακλείου).


Τα ΚΑΤΕ, όπως αναφερόταν τότε, στόχευαν στην κάλυψη των επιτακτικών αναγκών σε ανθρώπινο δυναμικό, στον τομέα της βιομηχανίας, γεωργίας, επιχειρήσεων και υγείας, στα πλαίσια γενικών μεταρρυθμίσεων της εκπαίδευσης, ώστε να προσαρ- μοσθεί στις απαιτήσεις της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.


Για πρώτη φορά, μάλιστα, επιχειρούνται εκτιμήσεις όσον αφορά τις ανάγκες της αγοράς εργασίας για τους αποφοίτους των ΚΑΤΕ και γενικότερα της ανώτερης εκπαίδευσης, οι οποίοι, σύμφωνα με το Σχέδιο Προτύπου Μακροχρονίου Ανάπτυξης της Ελλάδας, που είχε εκπονήσει το Κέντρο Προγραμματισμού (& Οικονομικών) Ερευνών (ΚΕΠΕ), θα έπρεπε από 100.000 άτομα το 1971 να αυξηθούν σε 400.000 το 1987, γιατί, όπως αναφερόταν, η εθνική οικονομία προβλεπόταν ότι θα είχε ανάγκη από 325.000 νέους πτυχιούχους ανώτερης επαγγελματικής εκπαίδευσης στην δεκαπενταετία 1972-1987.


Ετσι, με σχετική, μάλιστα, πάλι, καθυστέρηση περίπου τεσσάρων ετών, κατά το σπουδαστικό/ακαδημαϊκό έτος 1973/ 1974 και ουσιαστικά από το Φεβρουάριο 1974, λειτούργησαν τα πρώτα πέντε ΚΑΤΕ με συνολικά 2.569 σπουδαστές.


Με την ίδρυση των ΚΑΤΕ, οι τότε Σχολές Υπομηχανικών Αθήνας και Θεσσαλονίκης λειτούργησαν, αρχικά, ως ανεξάρτητες Ανώτερες Σχολές Τεχνολόγων Μηχανικών (ΑΣΤΕΜ) και αργότερα ενσωματώθηκαν, μετά την ίδρυση, όπως θα αναφέρουμε παρακάτω, των Κεντρων Ανώτερης Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΚΑΤΕΕ), η μεν πρώτη στο ΚΑΤΕΕ Πειραιά, η δε δεύτερη στο ΚΑΤΕΕ Θεσσαλονίκης.


Τα ΚΑΤΕ άρχισαν να λειτουργούν κάτω από πολιτικά, τουλάχιστον, αντίξοες συνθήκες, εξ αιτίας του δικτατορικού καθεστώτος της εποχής εκείνης, και παρά τις προβλέψεις που αναφέρθηκαν, όσον αφορά την απορρόφηση των αποφοίτων τους, δεν κατέστη δυνατή η κοινωνική αποδοχή τους.


Ειδικότερα, η σύνδεση, ιδιαίτερα μετά τη μεταπολίτευση, της ίδρυσης των ΚΑΤΕ, καλώς ή κακώς, με τα λεγόμενα «ξένα κέντρα αποφάσεων», δηλαδή τη Διεθνή Τράπεζα και τους τότε συμβούλους του ΥΠΕΠΘ από τις Ηνωμένες Πολιτείες, δημιούργησαν αρνητική εικόνα στην ελληνική κοινωνία γι’αυτά και, παρά τις προσπάθειες τόσο του Υπουργείου, όσο και του εκπαιδευτικού προσωπικού των ιδρυμάτων αυτών, δεν έγινε δυνατή η καταξίωσή τους.


Μετά τη μεταπολίτευση και στα πλαίσια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που ακολούθησε, το 1976-77, τα ΚΑΤΕ μετονομάσθηκαν σε Κέντρα Ανώτερης Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΚΑΤΕΕ) με τον Ν.576/77 «Περί οργανώσεως και διοικήσεως της Μέσης και Ανωτέρας Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως» (ΦΕΚ 102/Α’/13.4.1977), ο οποίος δημιούργησε, για την εποχή εκείνη, ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για την ανώτερη τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση.


Ο νέος, τότε, νόμος 576/77, ο οποίος μεταξύ άλλων ρύθμιζε, όπως αναφέρθηκε, και τα της ανώτερης τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης ήταν/είναι αμφιλεγόμενο αν πραγματικά αναβάθμιζε τα ΚΑΤΕ, που με τη νέα τους ονομασία ως ΚΑΤΕΕ, ανήκαν πλέον στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.


Ο νόμος 576/77 είναι βέβαιο, πάντως, ότι περιείχε θετικά και αρνητικά στοιχεία. Ο χαρακτηρισμός της τεχνολογικής εκπαίδευσης ως τριτοβάθμιας, είναι ίσως το κυριότερο θετικό σημείο. Η αποδοχή του θεσμού από μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση ήταν ένα ακόμα.

Αντίθετα, το γεγονός, ότι ο παραπάνω νόμος ήταν κοινός για την ανώτερη και τη μέση (δευτεροβάθμια) τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση, σε αντιδιαστολή με τον προηγούμενο ΑΝ 652/70, ότι τα ΚΑΤΕΕ δεν ήταν αυτοδιοικούμενα, όπως θα άρμοζε σε τριτοβάθμια ιδρύματα, ότι προέβλεπε μειωμένα προσόντα για τους καθηγητές (οι έχοντες διδακτορικό δεν προτιμούντο κατά το διορισμό, όπως επί ΚΑΤΕ, αλλά το διδακτορικό απλά συνεκτιμάτο, πράγμα που σπάνια έγινε πράξη μετέπειτα) και τους συνέδεε με τα μισθολογικά κλιμάκια της μέσης τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και, τέλος, ότι δρομολογούσε αλλαγή της δομής στην ιεραρχία του εκπαιδευτικού προσωπικού των Ιδρυμάτων, που προσομοίαζε πλέον περισσότερο με αυτή μέσων σχολών, ήταν τα κυριότερα αρνητικά στοιχεία.


Η μετονομασία και επέκταση των Ιδρυμάτων, αλλά και η ψήφιση νέου θεσμικού νόμου (και) για την ανώτερη τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση δεν συνοδευόταν από μελέτες αγοράς εργασίας που θα προσδιόριζαν τόσο τις ειδικότητες, όσο και τους αριθμούς εισακτέων στα ΚΑΤΕΕ, καθώς και τη μελλοντική ανάπτυξη του όλου συστήματος.


Αντίθετα, επιχειρήθηκε, για άλλους λόγους, όπως θα αναφέρουμε παρακάτω αλλά και σε επόμενα κεφάλαια, κύρια, όμως, για να αυξηθεί ο αριθμός των εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και να μειωθεί ή τουλάχιστον να αποτραπεί η αύξηση του αριθμού των σπουδαστών/φοιτητών στο εξωτερικό (2), η άναρχη ανάπτυξη του όλου συστήματος των ΚΑΤΕΕ.


Ετσι, το 1977-78, μόλις τέσσερα χρόνια από τη λειτουργία των πρώτων πέντε, λειτουργούσαν ήδη οκτώ (8) ΚΑΤΕΕ (Αθήνας, Πειραιά, Θεσσαλονίκης, Πάτρας, Λάρισας, Ηρακλείου, Καβάλας και Κοζάνης) με έξι (6) διαφορετικές σχολές και τριάντα πέντε (35) ειδικότητες, με σύνολο σπουδαστών 14.709, από τους οποίους οι 7.371 στη σχολή τεχνολόγων μηχανικών. Το ίδιο σπουδαστικό/ακαδημαϊκό έτος 1.510 σπουδαστές των ΚΑΤΕΕ, εκ των οποίων οι 691 από τις Ανώτερες Σχολές Τεχνολόγων Μηχανικών (ΑΣΤΕΜ), πήραν το πτυχίο τους και εισήλθαν στην αγορά εργασίας.


Αμέσως μετά και σε μικρό χρονικό διάστημα, ειδικότερα το σπουδαστικό/ ακαδημαϊκό έτος 1981-82, δηλαδή πάλι μετά τέσσερα περίπου χρόνια, λειτουργούσαν έντεκα (11) ΚΑΤΕΕ με έξι (6) σχολές και τριάντα οκτώ (38) ειδικότητες, με σύνολο σπουδαστών 22.233, από τους οποίους το ίδιο έτος πήραν πτυχίο 5.209 σπουδαστές. Η ίδρυση, τότε, σειράς νέων ΚΑΤΕΕ πέραν όσων ήδη αναφέρθηκαν, θεωρήθηκε και ως μέσο ενίσχυσης διαφόρων επαρχιακών πόλεων, χωρίς, βέβαια, να έχει προηγηθεί κάποια διαδικασία σχεδιασμού της εκπαίδευσης ή έστω κάποιες έρευνες της αγοράς εργασίας σε περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο.


Η ίδρυση, λοιπόν, χωρίς προγραμματισμό, όπως αναφέρθηκε, σειράς νέων ΚΑΤΕΕ, η αδυναμία προώθησης των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων τους, η συνεχής παρέμβαση της πολιτείας στους διορισμούς του εκπαιδευτικού προσωπικού, με αποκορύφωμα την περίοδο των τελευταίων ετών της δεκαετίας του 1970, επί των τότε κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας (Υπουργός Παιδείας ο Ι.Βαρβιτσιώτης), όπου χάθηκε κάθε έννοια αξιοκρατίας (3), και η ίδια η δομή των ιδρυμάτων, που αν και τριτοβάθμια δεν είχαν καμμία αυτονομία ή έστω και περιορισμένη αυτοδιοίκηση, επειδή αποτελούσαν αποκεντρωμένες μονάδες του ΥΠΕΠΘ, οδήγησαν το θεσμό σε κρίση.


Οι παραπάνω «προδιαγραφές» λειτουργίας των ΚΑΤΕΕ εξουδετέρωσαν, βέβαια, κάθε παράλληλη προσπάθεια της ίδιας της πολιτείας, του προσωπικού των ιδρυμάτων και βέβαια
των σπουδαστών της εποχής εκείνης για αναβάθμιση των σπουδών και για καταξίωση του θεσμού γενικότερα.


Παράλληλα με όσα αναφέρθηκαν αμέσως προηγούμενα, άρχισε να διακρίνεται και μία αναποτελεσματικότητα των προγραμμάτων σπουδών που εφαρμόζοντουσαν στα ΚΑΤΕΕ, καθώς και συνεχώς πολλαπλασιαζόμενα προβλήματα απορρόφησης των αποφοίτων τους στην αγορά εργασίας. Ακόμα, άρχισε να διαφαίνεται, ότι τα ΚΑΤΕΕ λειτουργούσαν, πλέον, ως μία δεύτερη υποβαθμισμένη διέξοδος για όσους ήθελαν να σπουδάσουν σε σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και δεν πέτυχαν να εισαχθούν σε πανεπιστημιακό ίδρυμα αφενός, και αφετέρου δεν διέθεταν τα οικονομικά μέσα για να σπουδάσουν στο εξωτερικό.


1)  Η λειτουργία Ανωτέρων Τεχνικών Σχολών είχε σχεδιασθεί, στα πλαίσια του νομοσχεδίου που αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, για το έτος 1965-66

2) Οι Ελληνες φοιτητές στο εξωτερικό είχαν φθάσει με βάση στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 1976, τους 30.436. Ο πραγματικός αριθμός τους πρέπει, όμως, να ήταν μεγαλύτερος των 40.000, επειδή μεγάλο μέρος από αυτούς δεν λάμβανε, για διάφορους λόγους, συνάλλαγμα διαμέσου της Τράπεζας της Ελλάδος, και δεν καταγραφόταν από αυτή.

3) Την πρώτη περίοδο των ΚΑΤΕΕ, για τις θέσεις που είχε γίνει προκήρυξη με το προηγούμενο νομικό καθεστώς των ΚΑΤΕ, οι εκπαιδευτικοί διοριζόντουσαν με «επιλογή» από το ΥΠΕΠΘ από πίνακα, ο οποίος περιείχε αλφαβητικά (!) όσους υποψηφίους είχαν τα ελάχιστα προβλεπόμενα από το νόμο προσόντα, χωρίς καμία αξιολόγηση. Μετέπειτα, πάντα επί ΚΑΤΕΕ, οι εκπαιδευτικοί διοριζόντουσαν μετά από πρόταση του συλλόγου καθηγητών κάθε Σχολής, η οποία έπρεπε να περιλαμβάνει τρεις (3) προς διορισμό υποψηφίους. Δεν ήταν, στην περίπτωση αυτή, σπάνιοι οι διορισμοί, όχι αυτών που είχαν συγκεντρώσει τους περισσότερους ψήφους, αλλά αυτών που είχαν συγκεντρώσει ένα ή και .... κανένα (!) ψήφο και είχαν συμπεριληφθεί στην πρόταση απλά για να συμπληρωθεί η προτεινόμενη τριάδα υποψηφίων. Την ίδια περίοδο εφαρμόσθηκε και η μέθοδος των μεταθέσεων, όπου τα ΚΑΤΕΕ των μεγάλων πόλεων (βασικά Αθήνας και Θεσσαλονίκης, αλλά όχι μόνο) δεν ήταν δυνατόν να προκηρύξουν θέσεις, μια και αυτές καλυπτόντουσαν από μετακινούμενους εκπαιδευτικούς, κατά κανόνα πάλι των ελαχίστων προβλεπομένων από το νόμο προσόντων, οι οποίοι είχαν διορισθεί αρχικά σε επαρχιακό ΚΑΤΕΕ, εξ αιτίας της ανυπαρξίας υποψηφίων με αυξημένα προσόντα (π.χ. διδακτορικό, μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών, δημοσιεύσεις, προϋπηρεσία κλπ.) και συνήθως είχαν θητεύσει σε αυτό μερικούς μόνο μήνες. Ακόμα, την ίδια περίοδο εφαρμόσθηκε και η μέθοδος των μετατάξεων, όπου θέσεις εκπαιδευτικού προσωπικού καταλάμβαναν, χωρίς κρίση, μετατασσόμενοι διοικητικοί υπάλληλοι (!) ή εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (!), με τα ελάχιστα πάντα προβλεπόμενα από το νόμο προσόντα (συνήθως βασικό πτυχίο και κάποια προϋπηρεσία).


^ Αρχή Σελίδας