Από τα ΚΑΤΕΕ στα ΤΕΙ

Ηδη, αμέσως μετά την ίδρυση των ΚΑΤΕΕ, άρχισε μια καλόπιστη αλλά και κακόπιστη κριτική κατά των ιδρυμάτων αυτών. Η κριτική, γενικότερα, προερχόταν από πολλούς χώρους, τόσο σε επίπεδο πολιτικό, όσο και σε επαγγελματικό, αλλά και επιπρόσθετα από τους συλλόγους των σπουδαστών των ιδρυμάτων και ακόμα από τον επιστημονικό κόσμο, όπως δείχνουν σειρά από δημοσιεύματα της εποχής εκείνης.


Παρά τον αξιόλογο αριθμό των παραπάνω δημοσιευμάτων, όμως, πολλά από τα οποία αντανακλούσαν είτε το ιδεολογικό πιστεύω των διαφόρων πολιτικών κομμάτων, είτε το επαγγελματικό συμφέρον επαγγελματικών τάξεων, είτε, ακόμα, τις προσδοκίες των σπουδαστών, αλλά και των διδασκόντων στα ΚΑΤΕΕ, είναι βέβαιο ότι καμιά συγκεκριμένη έρευνα δεν είχε πραγματοποιηθεί με επίκεντρο τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των ιδρυμάτων αυτών, δηλαδή των ΚΑΤΕΕ, και της αγοράς εργασίας.


Βέβαια, δεν πρέπει να αγνοηθούν διάφορες αξιόλογες μελετητικές προσπάθειες, που αφορούσαν το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την οικονομία και ανάπτυξη της χώρας.


Χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις (βλ. βιβλιογραφία) είναι, μεταξύ άλλων, οι μελέτες με τίτλο:

  • Εκπαίδευση και ανάπτυξη στην Ελλάδα: Κοινωνική και οικονομική μελέτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (1)
  • Οι ανάγκες της ελληνικής οικονομίας σε εργατικό δυναμικό και το εκπαιδευτικό σύστημα (2)
  • Η ανώτερη τεχνική εκπαίδευση στην Ελλάδα: Ψυχολογικές και κοινωνικές επιδράσεις των ΚΑΤΕΕ στους σπουδαστές (3)
Οι παραπάνω μελέτες, αλλά και σειρά άρθρων σε εφημερίδες, σε γενικού ενδιαφέροντος περιοδικά αλλά και σε επιστημονικά περιοδικά, διαφόρων ειδικών επιστημόνων και, ακόμα, καθηγητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΑΕΙ και ΚΑΤΕΕ), διερευνούσαν το όλο θέμα της αποστολής αλλά και αξιοπιστίας των νέων, τότε, ανωτέρων ιδρυμάτων, του ρόλου τους ως ιδρυμάτων εκπαίδευσης στελεχών για την εθνική οικονομία, χωρίς όμως να εμβαθύνουν και να διερευνούν συστηματικά τη σχέση μεταξύ των ΚΑΤΕΕ και της αγοράς εργασίας.


Στη χρονική περίοδο που ακολούθησε την ίδρυση των ΚΑΤΕΕ, είναι, πάντως, γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε παράλληλα μία διεύρυνση της δευτεροβάθμιας τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, ιδιαίτερα με την ίδρυση εκατοντάδων Τεχνικών Επαγγελματικών Λυκείων (ΤΕΛ) και Τεχνικών Επαγγελματικών Σχολών (ΤΕΣ), με αποτέλεσμα να υπάρχει μία ρευστή κατάσταση στην αγορά εργασίας, με την προσφορά, για πρώτη φορά σε σχετικά μεγάλο αριθμό, ειδικευμένων στελεχών, στο μέτρο βέβαια που οι απόφοιτοι των ΚΑΤΕΕ, ΤΕΛ και ΤΕΣ μπορούν να χαρακτηρισθούν έτσι, η οποία δεν επέτρεπε πάντα τη διεξαγωγή αξιόπιστων μελετών, μια και το νέο (τότε) σύστημα δεν είχε ακόμα ισορροπήσει.


Την παραπάνω ρευστή κατάσταση επιδείνωσε, όσον αφορά, τουλάχιστον, το σκέλος της αγοράς εργασίας, η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση, στο τέλος της δεκαετίας του ‘70, που είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την ανάσχεση του ρυθμού ανάπτυξης της χώρας.


Στο μεταξύ, τον Οκτώβριο 1981, τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), το οποίο είχε ασκήσει έντονη κριτική κατά των ΚΑΤΕΕ, αλλά και κατά των εκπαιδευτικών σχεδίων που εφαρμόζονταν τότε, και που κατά μεγάλο μέρος στηρίζονταν σε δάνεια από το εξωτερικό (Διεθνής Τράπεζα κλπ).


Ετσι, μέσα σε ένα νέο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο και κάτω από τελείως νέα δεδομένα (η Ελλάδα είχε ήδη γίνει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας) το 1981, τα ΚΑΤΕΕ συνέχισαν να λειτουργούν μέχρι την κατάργησή τους και την ίδρυση στη θέση τους νέων ιδρυμάτων με την ονομασία Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΤΕΙ).


Τα ΤΕΙ, σύμφωνα με το σχεδιασμό του Υπουργείου Παιδείας, επρόκειτο να είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) και να καλύψουν το σύνολο των σχολών τριτοβάθμιας μη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, που ανήκαν ή εποπτεύονταν στο/από το Υπουργείο Παιδείας.


Ετσι, μετά το 1981, όλες οι ανώτερες σχολές που λειτουργούσαν ως ιδιωτικές ή στα πλαίσια άλλων φορέων (πέντε σχολές ηλεκτρονικών και δύο σχολές ναυπηγών), και εποπτευόντουσαν από το ΥΠΕΠΘ, εντάχθηκαν στα ΚΑΤΕΕ, στα πλαίσια της προπαρασκευής της ένταξής τους στα ΤΕΙ, με στόχο, όπως αναφέρθηκε, την κάλυψη της παροχής και αυτού του τύπου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αποκλειστικά και μόνο από το κράτος.


Παράλληλα, το Υπουργείο Παιδείας, διαμέσου του ΚΑΤΕΕ Αθήνας, στην τελευταία φάση λειτουργίας των ΚΑΤΕΕ, προπαρασκευάζοντας το νέο θεσμικό πλαίσιο της τεχνολογικής εκπαίδευσης, προσπάθησε να τεκμηριώσει επιστημονικά την ανάγκη δημιουργίας νέων ιδρυμάτων στη θέση τους, αναθέτοντας δύο μελέτες (βλ. βιβλιογραφία):

 

  • Η πρώτη με τίτλο «Η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων σπουδών» (4) στόχευε, κύρια, στη διατύπωση μεθόδων μέτρησης της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων σπουδών που εφάρμοζαν τα ΚΑΤΕΕ, στη σύνδεση της εκπαίδευσης με τα επαγγέλματα και στη διερεύνηση του ρόλου των βιβλιοθηκών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η μελέτη αυτή ολοκληρώθηκε αργότερα, μετά την ίδρυση των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.
  • Η δεύτερη με τίτλο «Προσδοκίες και θέσεις των σπουδαστών του Κέντρου Ανώτερης Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΚΑΤΕΕ) Αθηνών» (5) στόχευε να διερευνήσει την ταυτότητα του σπουδαστή του ιδρύματος αυτού, τις προσδοκίες του και κατά πόσο το ίδρυμα ανταποκρίνεται σε αυτές. Η μελέτη αυτή, όπως και η προηγούμενη, παρόλο που άρχισε επί ΚΑΤΕΕ, ολοκληρώθηκε επί ΤΕΙ και κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Προσδοκίες και θέσεις των σπουδαστών του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (ΤΕΙ) Αθηνών»
Παρόλο, όμως, που και οι δύο παραπάνω μελέτες ολοκληρώθηκαν μετά την κατάργηση των ΚΑΤΕΕ και ίδρυση των ΤΕΙ, συνέβαλαν με τις ενδιάμεσες εκθέσεις τους και τα στοιχεία που συγκέντρωσαν, στη διαμόρφωση άποψης σχετικά με τη μέχρι τότε λειτουργία των ΚΑΤΕΕ.


Επιπλέον, τις μελέτες που προαναφέρθηκαν συμπλήρωναν και άλλες (βλ. Γενική Βιβλιογραφία) που εκπονήθηκαν από έγκυρους επιστήμονες, αλλά και σχετικά άρθρα στον ημερήσιο και ακόμα στον επιστημονικό τύπο, ώστε να υπάρχει για πρώτη φορά, τότε, μία έστω σε πρώτη προσέγγιση επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψη σχετικά με το ρόλο των ΚΑΤΕΕ και των επιπτώσεων που είχε η λειτουργία τους.


Οι παραπάνω μελέτες, καθώς και τα σχετικά άρθρα, διερευνούσαν όμως περισσότερο τις σχέσεις των σπουδαστών προς τα ΚΑΤΕΕ, παρά την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων σπουδών των ιδρυμάτων αυτών στην εκπαίδευση ανωτέρων στελεχών, που θα είχαν επίκαιρες επαγγελματικές γνώσεις και δεξιότητες. Ακόμα, οι μελέτες αυτές δεν διερευνούσαν, τουλάχιστον αξιόλογα, τη ζήτηση των αποφοίτων των ΚΑΤΕΕ στην αγορά εργασίας.


Παράλληλα με την ανάθεση των μελετών που προαναφέρθηκαν, το Υπουργείο Παιδείας, διά της Διεύθυνσης Εφαρμογής Προγραμμάτων και Μελετών (ΔΕΠΜ), άρχισε μία συστηματική συγκέντρωση στοιχείων όσον αφορά τη διαμορφωμένη στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κατάσταση στα τότε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ).


Ειδικότερα, το ΥΠΕΠΘ ενδιαφερόταν να συγκεντρώσει στοιχεία που αφορούσαν τις σχετικά πρόσφατες, τότε, μεταρρυθμίσεις, που πραγματοποιήθηκαν στα διάφορα κράτη-μέλη της ΕΟΚ, και αφορούσαν την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία έτη της δεκαετίας του ‘60 και τα πρώτα της δεκαετίας του ‘70, είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη του όλου συστήματος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στα κατά περίπτωση κράτη-μέλη, διά της δημιουργίας νέων πανεπιστημίων, αλλά και τη συμπλήρωσή του από σειρά μη πανεπιστημιακών τριτοβάθμιων σχολών.


Ετσι, την εποχή εκείνη, στο Ηνωμένο Βασίλειο αναπτύσσονται/ιδρύονται τα Polytechnics, στη Δυτική Γερμανία τα Fachhochschulen και στη Γαλλία τα Institutes Universitaire de Technologie. Παράλληλες εξελίξεις με κάποια χρονική υστέρηση παρατηρούνται και στα μικρότερα κράτη-μέλη της ΕΟΚ.


Στο σημείο αυτό πρέπει ακόμα να αναφερθεί, ότι στα πλαίσια της προπαρασκευής του νόμου για τα νέα ιδρύματα, που θα αντικαθιστούσαν τα ΚΑΤΕΕ, έγινε αξιολόγηση και των σχετικών μελετών, που είχε εκπονήσει και εκδόσει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και ιδιαίτερα του μέρους εκείνου των μελετών αυτών που αφορούσε τον Ν.576/77, δηλαδή τον ιδρυτικό νόμο των ΚΑΤΕΕ.


Ακόμα, στα πλαίσια της προπαρασκευής του νόμου για τα νέα ιδρύματα συγκροτήθηκε επιτροπή αποτελούμενη από ειδικούς επιστήμονες, η οποία συνέταξε έκθεση σχετική με την αναγκαιότητα της ίδρυσης στη θέση των ΚΑΤΕΕ νέων ιδρυμάτων, που θα ανταποκρίνονταν τόσο στις τρέχουσες ανάγκες της οικονομίας και ειδικότερα της παραγωγής, όσο και στις κοινωνικές ανάγκες και ιδιαίτερα στις ανάγκες αύξησης του αριθμού εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, εξ αιτίας της συνεχώς αυξανόμενης ζήτησης για μεταλυκειακές σπουδές.


Μετά από σχετική επεξεργασία, το φθινόπωρο 1983, το Υπουργείο Παιδείας κατέθεσε στη Βουλή σχέδιο νόμου για τη «Δομή και λειτουργία των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων», με το οποίο προβλεπόταν η ίδρυση των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.


Το παραπάνω σχέδιο νόμου, μετά από σχετική συζήτηση στην Βουλή των Ελλήνων και παρά τις αντιδράσεις διαφόρων επαγγελματικών φορέων και οργανώσεων συντεχνιακού χαρακτήρα, αλλά και της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης (Νέα Δημοκρατία), ψηφίσθηκε και με διάφορες προσθήκες και βελτιώσεις ισχύει μέχρι σήμερα (1996).


Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου που προαναφέρθηκε, τα ΤΕΙ ιδρύονται για να αντικαταστήσουν τα ΚΑΤΕΕ που «... απέτυχαν συντριπτικά» γιατί «η συγκρότηση και η ανάπτυξή τους δεν στηρίχθηκε σε κανένα πρόγραμμα, που θα εξασφάλιζε την εκπαιδευτική και κοινωνικοοικονομική σύνδεση του θεσμού με την ελληνική πραγματικότητα ... οι απόφοιτοι δεν εντάχθηκαν στην παραγωγή ...». Οσον αφορά την κοινωνική καταξίωση των ΚΑΤΕΕ, στην ίδια εισηγητική έκθεση αναφέρεται πως: « Η κατάσταση αυτή, σε συνάρτηση με τις αρνητικές επαγγελματικές προοπτικές, συνέτεινε στη δημιουργία απογοήτευσης και αδιαφορίας στους σπουδαστές, με αποτέλεσμα πολλοί να εγκαταλείπουν τις σπουδές, να υποβαθμίζεται επιπλέον λόγω απροθυμίας το επίπεδο των σπουδών, να χρησιμοποιούνται τα ΚΑΤΕΕ σαν ένα ακόμα προγεφύρωμα για την πρόσβαση στα ΑΕΙ».


Ο νέος νόμος 1404/83 «Δομή και λειτουργία των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 173/Α’/24.11.83), που αποτέλεσε/αποτελεί το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των ΤΕΙ, δημιούργησε νέα ιδρύματα, με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά συγκρινόμενα με τα ΚΑΤΕΕ.


Η δομή, πλέον, των νέων ιδρυμάτων, των ΤΕΙ, προσομοίαζε με εκείνη των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αφού τα ιδρύματα ήταν/είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, αυτοδιοικούμενα στα πλαίσια του νόμου και του εσωτερικού τους κανονισμού, και η εποπτεία του κράτους ασκείται από τον Υπουργό Παιδείας σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδρυτικού τους νόμου 1404/83.


Οι εκπαδευτικοί των ΤΕΙ, και των τριών βαθμίδων κλπ., διορίζονται, πλέον, μετά από πρόταση εκλεκτορικού σώματος, το οποίο αποτελείται από μέλη του κατά περίπτωση εκπαιδευτικού προσωπικού του Τμήματος για το οποίο έχει προκηρυχθεί η συγκεκριμένη θέση. Στο εκλεκτορικό σώμα συμμετέχουν, βασικά, όλοι οι εκπαιδευτικοί της ίδιας ή ανώτερης βαθμίδας από εκείνη στην οποία ανήκει η θέση που προκηρύσσεται. Εάν δεν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις του νόμου, το εκλεκτορικό σώμα συμπληρώνεται από εκπαιδευτικούς υψηλών προσόντων (διδακτορικό) ίδιας ή παραπλήσιας ειδικότητας προς εκείνη της θέσης που πρόκειται να καλυφθεί. Επιλέγεται και προτείνεται τελικά ένας μόνο υποψήφιος, ο οποίος διορίζεται από το ΥΠΕΠΘ. Ο Υπουργός έχει μόνο δικαίωμα αναπομπής, εφόσον συντρέχουν λόγοι, όπως π.χ. να έχει εξακριβωθεί παρατυπία ή παράλειψη ή άλλη παραβίαση του νόμου κατά τη διαδικασία επιλογής.


Ο Ν. 1404/83 προέβλεπε αυξημένα προσόντα για το εκπαιδευτικό προσωπικό (Καθηγητές, Επίκουροι Καθηγητές, Καθηγητές Εφαρμογών, καθώς και Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό), καθώς και αξιοκρατικές διαδικασίες πρόσληψής του*, αλλά και συμμετοχή του εκπαιδευτικού προσωπικού σε όλα τα επίπεδα διοίκησης του ιδρύματος, από την Ομάδα Μαθημάτων, στο Τμήμα Ειδικότητας, στη Σχολή και μέχρι το επίπεδο της κεντρικής διοίκησης, όπου ο Πρόεδρος και ο/οι Αντιπρόεδροι εκλέγονται από εκλεκτορικό σώμα, στο οποίο συμμετέχουν οι εκπαιδευτικοί, οι σπουδαστές, αλλά και οι διοικητικοί υπάλληλοι κλπ. του κατά περίπτωση ιδρύματος.


Ειδικότερα, καθιερωνόταν το διδακτορικό ως προσόν για τους καθηγητές και ο μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών για τους επίκουρους καθηγητές, καθώς και μία σειρά άλλων προσόντων, όπως ο χρόνος προϋπηρεσίας στην παραγωγή, η διδακτική πείρα, οι επιστημονικές δημοσιεύσεις κλπ. για όλες τις βαθμίδες.


Πάντως, και στην περίπτωση του νέου θεσμικού πλαισίου δεν απεφεύχθηκαν λάθη, ηθελημένα ή αθέλητα, τα κυριότερα των οποίων ήταν/είναι η κατάργηση της προβλεπομένης στο αρχικό νομοσχέδιο τέταρτης βαθμίδας εκπαιδευτικού προσωπικού, η οποία επρόκειτο να συγκεντρώσει τους αποφοίτους ΚΑΤΕΕ και αργότερα ΤΕΙ, οι μεταβατικές διατάξεις με βάση τις οποίες εντάχθηκε στις νέες βαθμίδες (πρώτη: καθηγητών, δεύτερη: επίκουρων καθηγητών και τρίτη: καθηγητών εφαρμογών) το προσωπικό των παλαιών ΚΑΤΕΕ, χωρίς επανάκριση αλλά και χωρίς να ληφθούν υπόψη τα ουσιαστικά και τυπικά προσόντα του, και η μονιμοποίηση μεγάλου αριθμού ωρομίσθιου (εκτάκτου) εκπαιδευτικού προσωπικού, χωρίς αξιολόγηση, παρά μόνο με βάση την προϋπηρεσία.


Γενικότερα, όμως, πρέπει να τονισθεί ότι ο νέος νόμος 1404/83 αποτέλεσε βαθειά τομή στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, ιδιαίτερα όσον αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση και η παρουσία της συγκεκριμένης τότε πολιτικής ηγεσίας στο ΥΠΕΠΘ (Υπουργός Α.Κακλαμάνης) ήταν καταλυτική. Ετσι, αν εξαιρεθούν οι δυσλειτουργίες που παρουσιάσθηκαν, εξ αιτίας όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, ο νέος νόμος αναβάθμισε την τεχνολογική εκπαίδευση στην Ελλάδα, στην οποία έδωσε θεσμικό πλαίσιο αντίστοιχο με εκείνο των άλλων κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Ενωσης).


Σήμερα (1996) λειτουργούν 14 ΤΕΙ με 8 Παραρτήματα και συγκεκριμένα (σε αλφαβητική σειρά): ΤΕΙ Αθήνας, ΤΕΙ Ηπείρου (έδρα Αρτα) με τα παραρτήματα Ιωαννίνων και Ηγουμενίτσας, ΤΕΙ Ηρακλείου με το παράρτημα Χανίων, ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, ΤΕΙ Καβάλας με το παράρτημα Δράμας, ΤΕΙ Καλαμάτας, ΤΕΙ Κοζάνης με τα παραρτήματα Φλώρινας και Καστοριάς, ΤΕΙ Λαμίας με το παράρτημα Καρπενησίου, ΤΕΙ Λάρισας με το παράρτημα Καρδίτσας, ΤΕΙ Μεσολογγίου, ΤΕΙ Πάτρας, ΤΕΙ Πειραιά, ΤΕΙ Σερρών, ΤΕΙ Χαλκίδας.


Στα ΤΕΙ στα πλαίσια έξι (6) Σχολών (Σχολή Γραφικών Τεχνών και Καλλιτεχνικών Σπουδών, Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Σχολή Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας, Σχολή Τεχνολογικών Εφαρμογών, Σχολή Τεχνολογίας Τροφίμων και Διατροφής, Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας) λειτουργούν 56 ειδικότητες σε 142 Τμήματα (βλ. παράρτημα Ι).


Το ακαδημαϊκό έτος 1995 - 1996, σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας, οι εγγεγραμμένοι σπουδαστές στα ΤΕΙ ήταν της τάξης των 85.000 εκ των οποίων 40.000 γυναίκες.


Σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Εθνικής Στατιστικής του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, στα ΤΕΙ, το ακαδημαϊκό έτος 1992 - 1993, ήταν εγγεγραμμένοι, προφανώς σε εξάμηνο της προβλεπόμενης κατά περίπτωση σπουδής (6+1 ή 7+1), 50.442 σπουδαστές/-στριες (24.895 γυναίκες) και έλαβαν πτυχίο 4.308 άτομα.


Το ακαδημαϊκό έτος 1992-1993, με βάση στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας, στα ΤΕΙ υπηρετούσε το εξής μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό (ΕΠ): 743 καθηγητές, 463 επίκουροι καθηγητές και 807 καθηγητές εφαρμογών. Επιπλέον, την ίδια εποχή στα ΤΕΙ υπηρετούσαν 152 άτομα ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού (ΕΕΠ) (εκπαιδευτικοί ξένων γλωσσών, γυμναστές κλπ.). Συνολικά υπηρετούσαν, περιλαμβανομένου και του ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού, 2.165 άτομα. Ακόμα, στα ΤΕΙ υπηρετούσαν και έκτακτοι (ωρομίσθιοι) εκπαιδευτικοί της ίδιας περίπου τάξης μεγέθους με τους μόνιμους.


Στο σημείο αυτό, είναι σκόπιμο να αναφερθεί, ότι ο νομοθέτης είχε προβλέψει τη δυνατότητα απασχόλησης στα ΤΕΙ εκτάκτου (ωρομίσθιου) εκπαιδευτικού προσωπικού, έτσι ώστε να υπάρχει διαμέσου αυτού συνεχής σύνδεση της εκπαιδευτικής διαδικασίας με την παραγωγική διαδικασία. Δυστυχώς, η δυνατότητα αυτή μερικά μόνο χρησιμοποιείται για την πραγματοποίηση της σύνδεσης που αναφέρθηκε, μια και σε πολλές περιπτώσεις, ειδικότερα στα επαρχιακά ΤΕΙ, η πρόσληψη εκτάκτου εκπαιδευτικού προσωπικού αποτελεί λύση ανάγκης με την έννοια της κάλυψης των κενών που αφήνει η μερική μόνο στελέχωση των Ιδρυμάτων αυτών με μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό.


Ετσι, η απασχόληση εκτάκτου (ωρομίσθιου) εκπαιδευτικού προσωπικού και μάλιστα με μειωμένα προσόντα, όπως συχνά συμβαίνει, υποβαθμίζει σε πολλές περιπτώσεις, όπου ο αριθμός των εκτάκτων είναι μεγάλος και υπερβαίνει τον αντίστοιχο των μονίμων, το επίπεδο εκπαίδευσης και δημιουργεί εκ των πραγμάτων ΤΕΙ δύο ταχυτήτων, με σαφή υπεροχή των Ιδρυμάτων που λειτουργούν σε μεγάλες πόλεις (όπου η στελέχωσή τους με μονίμους εκπαιδευτικούς είναι αποδεκτή, αλλά και η πρόσληψη εκτάκτων με σχετικά υψηλά προσόντα είναι εφικτή), έναντι εκείνων που λειτουργούν σε μικρότερες πόλεις (όπου η στελέχωση με μόνιμο προσωπικό είναι περιορισμένη και η πρόσληψη εκτάκτων με σχετικά υψηλά προσόντα δεν είναι κατά κανόνα εφικτή).


Η κατάσταση, όπως περιγράφεται στις αμέσως προηγούμενες παραγράφους, ανταποκρίνεται στο έτος 1993, όμως, μέχρι σήμερα (Σεπτέμβριος 1996), δεν υπάρχουν παρά μόνο επουσιώδεις μεταβολές, οι οποίες δεν επηρεάζουν την εικόνα των ΤΕΙ, όπως αυτή περιγράφεται παραπάνω.


Στα πλαίσια της μελέτης αυτής, η οποία στοχεύει, σε τελική ανάλυση, στην αξιολόγηση της σχέσης των ΤΕΙ και της αγοράς εργασίας, δεν θα αναφερθούμε, παρά μόνο συνοπτικά, στα γενικότερα χαρακτηριστικά των νέων ιδρυμάτων, αλλά θα επικεντρώσουμε τη διερεύνησή μας, και πάλι, στη σχέση των ιδρυμάτων αυτών με την αγορά εργασίας.


Χαρακτηριστικό, πάντως, είναι ότι ο νέος νόμος εντάσσει μεν τα ΤΕΙ σε ενιαίο χώρο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, υιοθετώντας τη σχετική ορολογία της τότε ΕΟΚ, αποφεύγοντας συστηματικά τη χρησιμοποίηση του όρου «ανωτέρα» εκπαίδευση κλπ., αλλά προχωρά και σε σαφή διαχωρισμό των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων προς τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, στα πλαίσια προφανώς μιας προσπάθειας να μην οξυνθούν τα πνεύματα, οι αντιδικίες και οι τριβές, τουλάχιστον προς τους αποφοίτους των ΑΕΙ, αλλά και τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις και ιδιαίτερα με το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΤΕΕ).


Η παραπάνω διαφοροποίηση/οριοθέτηση των ΤΕΙ προς τα ΑΕΙ διατυπώνεται στο άρθρο 1 του Νόμου 1404/83 ως εξής: «Tα ΤΕΙ διακρίνονται σαφώς ως προς τον ρόλο και την κατεύθυνση των ίδιων και των αποφοίτων τους και ως προς το περιεχόμενο και τους τίτλους σπουδών από τα ΑΕΙ και έχουν ειδικότερα ως αποστολή: α) Να παρέχουν θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση, επαρκή για την εφαρμογή επιστημονικών, τεχνολογικών, καλλιτεχνικών ή άλλων γνώσεων και δεξιοτήτων στο επάγγελμα. β) Να συμβάλλουν στη δημιουργία υπεύθυνων πολιτών, ικανών να συνεισφέρουν ως στελέχη εφαρμογής στα πλαίσια του δημοκρατικού προγραμματισμού στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας. γ) Να υλοποιήσουν το δικαίωμα δωρεάν παιδείας κάθε Ελληνα πολίτη, ανάλογα με τις κλίσεις του και με όσα προβλέπουν οι σχετικοί νόμοι».


Η όλη προσπάθεια, όμως, να διαφοροποιηθούν τα ΤΕΙ από τα ΑΕΙ και ταυτόχρονα να παρουσιασθούν τα ΤΕΙ ως αποδεκτή λύση στο κοινωνικό δικαίωμα των νέων για τριτοβάθμιες (στην ουσία πανεπιστημιακές) σπουδές, πέτυχε μερικά μόνο, μια και, όπως δείχνει πληθώρα στοιχείων που αφορούν τις προτιμήσεις των συμμετεχόντων στις γενικές (πανελλήνιες) εξετάσεις, οι νέοι θεωρούσαν/θεωρούν τελικά, τα ΤΕΙ ως λύση δεύτερης επιλογής. Η μερική επιτυχία των ΤΕΙ, όσον αφορά το σημείο αυτό, έγκειται στο ότι αυξήθηκε ο αριθμός εισακτέων στης τριτοβάθμια εκπαίδευση και με τον τρόπο αυτό απεφεύχθη η περαιτέρω αύξηση του αριθμού των Ελλήνων φοιτητών/σπουδαστών σε τριτοβάθμια ιδρύματα της αλλοδαπής.


Πάντως, τα ΤΕΙ, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ιδρυτικού τους νόμου, αποσκοπούσαν (αποσκοπούν), μεταξύ άλλων, στο να καταρτίζουν ειδικούς που θα συμμετείχαν (στελέχωναν) βασικές για την οικονομία δραστηριότητες, όπως: του παραγωγικού/κατασκευαστικού τομέα, του εμπορικού δικτύου για τη διάθεση προϊόντων στο εσωτερικό και εξωτερικό, καθώς και του τομέα των υπηρεσιών γενικότερα.


Η εισηγητική έκθεση αναφέρει, μάλιστα, ότι «Στα ΤΕΙ θα επιδιωχθεί η παροχή γενικότερων γνώσεων υποδομής, που θα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις ενός κύκλου δραστηριοτήτων και θα αποτελούν ένα ελάχιστο σταθερό υπόβαθρο της επαγγελματικής υπόστασης των εκπαιδευομένων, που θα συμπληρώνεται με την απόκτηση προχωρημένων γνώσεων και ικανοτήτων, οι οποίες θα είναι μετατρέψιμες και προσαρμόσιμες στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της οικονομίας και κοινωνίας».


Ετσι, τα ΤΕΙ επρόκειτο, σύμφωνα με τη βούληση του νομοθέτη, να εκπαιδεύσουν αυτοδύναμα στελέχη για τις ανάγκες της οικονομίας και κοινωνίας, που δεν θα είχαν πλέον καμία σχέση με τους παλαιούς υπομηχανικούς.


Ο παραπάνω στόχος των ΤΕΙ θα αποτελέσει, άλλωστε, όπως θα αναφερθεί εκτενέστερα στο επόμενο κεφάλαιο, αντικείμενο διερεύνησης, δηλαδή αν και κατά πόσον υπήρξε μερική ή ολική κατάκτησή του.


Με την ίδρυση, πάντως, των ΤΕΙ και την έναρξη λειτουργίας τους, το Υπουργείο Παιδείας ανέθεσε για πρώτη φορά τη διεξαγωγή/εκπόνηση μελέτης - έρευνας με τον τίτλο «Μελέτη εκπαιδευτικού σχεδιασμού και προγραμματισμού Διαμερίσματος Δυτικής Αττικής» (6) σε ομάδα εκπαιδευτικών του ΤΕΙ Αθήνας αλλά και ειδικών επιστημόνων του Κέντρου Προγραμματισμού (& Οικονομικών) Ερευνών (ΚΕΠΕ) και άλλων φορέων, η οποία στόχευε στη διερεύνηση της αγοράς εργασίας στο Διαμέρισμα Δυτικής Αττικής και στη διατύπωση πρότασης εκπαιδευτικής πολιτικής για τη δευτεροβάθμια τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση και την τριτοβάθμια τεχνολογική εκπαίδευση, με οδηγό την κάλυψη των αναγκών σε στελεχιακό δυναμικό της περιοχής αυτής.


Η παραπάνω μελέτη ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο 1986 και διερευνούσε σειρά από κλάδους παραγωγής στην περιοχή Δυτικής Αττικής με βάση ένα μαθηματικό μοντέλο και τρεις εναλλακτικές εικόνες μέλλοντος (σενάρια).


Η μελέτη πρόβλεψε τη διάρθρωση της απασχόλησης στην περιοχή Δυτ. Αττικής με βάση την απασχόληση το 1985 και με βήμα πενταετίας μέχρι το 2000.


Για την εξακρίβωση των μεταβολών της απασχόλησης, η παραπάνω μελέτη διερευνούσε επτά (7) επίπεδα ειδικοτήτων σε σχέση με τα επίπεδα εκπαίδευσης και με βάση τόσο μακροοικονομικά στοιχεία, όσο και πρωτογενή στοιχεία από 400 επιχειρήσεις της περιοχής μελέτης, έδιδε τις μεταβολές της απασχόλησης σε σειρά από κλάδους μέχρι το έτος 2000, στα πλαίσια πάντα τριών εναλλακτικών εικόνων μέλλοντος και συγκεκριμένα μιας αισιόδοξης, μιας απαισιόδοξης και μίας μέσης εκτίμησης της μελλοντικής ζήτησης διαφόρων ειδικοτήτων στην περιοχή μελέτης.


Η μελέτη ολοκλήρωσε τις προβλέψεις της και υπέβαλε τα σχετικά τεύχη στο ΥΠΕΠΘ (Υπουργός Παιδείας ο Α.Τρίτσης), το οποίο όμως δεν έδωσε συνέχεια, όσον αφορά την αποδοχή μιας από τις εικόνες μέλλοντος και τον καθορισμό της στρατηγικής που θα επέλεγε η πολιτική ηγεσία, ώστε η ομάδα μελέτης-έρευνας να διατυπώσει με τη σειρά της το συγκεκριμένο πρόγραμμα δράσης, δηλαδή την ίδρυση ή κατάργηση σχολείων/σχολών και τμημάτων ή και ακόμη βελτίωση του περιεχομένου σπουδών σε άλλα, ώστε να ανταποκριθεί το σύστημα τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης αφενός και τεχνολογικής εκπαίδευσης αφετέρου στις ανάγκες της περιοχής και γενικότερα της ελληνικής οικονομίας.


Οι προβλέψεις της μελέτης δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξες ακόμα και στην περίπτωση εκείνης της εικόνας μέλλοντος που προέβλεπε τη μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη της περιοχής (αισιόδοξο σενάριο) και κατ’ακολουθία τη μεγαλύτερη ζήτηση στελεχιακού δυναμικού. Σήμερα, 1996, τέσσερα χρόνια πριν το 2000, που ήταν και ο τελικός ορίζοντας προβλέψεων της μελέτης, μπορεί να διατυπωθεί ότι η μελέτη, διά της απαισιόδοξης εικόνας μέλλοντος, που είχε διατυπώσει, επρόβλεψε επιτυχώς την εξέλιξη της απασχόλησης στο Διαμέρισμα Δυτικής Αττικής.


Παράλληλα με τη μελέτη «Εκπαιδευτικού σχεδιασμού και προγραμματισμού του Διαμερίσματος Δυτικής Αττικής», την εποχή εκείνη εκπονήθηκε διδακτορική διατριβή με θέμα «Τριτοβάθμια τεχνολογική εκπαίδευση και βιομηχανική ανάπτυξη» (7) (βλ. σχετική βιβλιογραφία). Η έρευνα πάνω στην οποία στηρίχθηκε η διατριβή αυτή αφορούσε την ένταξη των αποφοίτων των ΤΕΙ στο βιομηχανικό χώρο και αποτελεί ουσιαστική συμβολή στην εξακρίβωση της απασχόλησης των πτυχιούχων των Σχολών Τεχνολογικών Εφαρμογών (ΣΤΕΦ) των ΤΕΙ στη βιομηχανία.


Η διατριβή καταλήγει σε σειρά από διαπιστώσεις και προτάσεις τις οποίες και παραθέτουμε σε περίληψη:

- H ελληνική βιομηχανία, η οποία έχει αναπτυχθεί κατά στρεβλό και άνισο τρόπο, δεν χρειάζεται σε όλο το σύνολό της το εκπαιδευτικό εργατικό δυναμικό που παράγει η τριτοβάθμια τεχνολογική εκπαίδευση.

- Το μέγεθος της βιομηχανίας παίζει τον πιο αποφασιστικό ρόλο στην απορρόφηση των πτυχιούχων της τριτοβάθμιας τεχνολογικής εκπαίδευσης και συγκεκριμένα η μικρή βιομηχανία (0 - 9 απασχολούμενοι) χρησιμοποιεί αναλογικά περισσότερο προσωπικό χαμηλών εκπαιδευτικών προσόντων και πολύ λιγότερους πτυχιούχους τριτοβάθμιας τεχνολογικής εκπαίδευσης.

- Παρά τις δυσκολίες που παρουσιάζει η απασχόληση πτυχιούχων τριτοβάθμιας τεχνολογικής εκπαίδευσης διαφαίνεται ότι ένα όχι ασήμαντο μέρος της ελληνικής βιομηχανίας (το 36%) απασχολεί τέτοιους πτυχιούχους, δηλώνοντας όμως ταυτόχρονα ότι οι πτυχιούχοι τριτοβάθμιας τεχνολογικής εκπαίδευσης στερούνται εμπειρίας, έχουν θεωρητικές γνώσεις αλλά τους λείπει η πρακτική κατάρτιση κλπ.

- Οι απασχολούμενοι πτυχιούχοι τριτοβάθμιας τεχνολογικής εκπαίδευσης δεν είναι ισομερώς κατανεμημένοι κατά κλάδο, μέγεθος και αστικότητα, ούτε και κατά σχολή προέλευσης.

- Οι αποδοχές των πτυχιούχων τριτοβάθμιας τεχνολογικής εκπαίδευσης στην ελληνική βιομηχανία είναι ικανοποιητικές σε σύγκριση με εκείνες των αποφοίτων σχολών μέσης (δευτεροβάθμιας) εκπαίδευσης, αλλά και με εκείνες των πτυχιούχων/διπλωματούχων των σχολών της ανωτάτης εκπαίδευσης.


Οσον αφορά τις προτάσεις, η διατριβή σημειώνει ότι οι υπεύθυνοι της εκπαιδευτικής πολιτικής θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψιν τους τις παραπάνω ενδείξεις και να προχωρήσουν στη βελτίωση των γνώσεων και εμπειριών των αποφοίτων διαμέσου της βελτίωσης των προγραμμάτων σπουδών, της προβλεπόμενης πρακτικής άσκησης κλπ.


Γενικότερα, πάντως, η διατριβή επισημαίνει ότι «... η τριτοβάθμια τεχνολογική εκπαίδευση είναι άμεσα εξαρτημένη από το μοντέλο ανάπτυξης της οικονομίας και γι’αυτό είναι υποχρεωμένη να προσαρμοσθεί σε αυτό. Αν δεν το κάνει, είναι αδύνατη η απορρόφηση των πτυχιούχων της, αφού οι παραγωγικές μονάδες, έστω άνισα και στρεβλά αναπτυγμένες, δεν θα τους χρειάζονται λόγω των διαφορετικών γνώσεων και εμπειριών. Αυτό φαίνεται πως ισχύει στην περίπτωση της μη απορρόφησης πτυχιούχων από τη μικρή βιομηχανία».


^ Αρχή Σελίδας